- ιστόρησις
- (-εως) η1) повествование, изложение; 2) изображение, отображение (в иллюстрациях, картинах и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιστόρηση — και στόρηση, η (Μ ἱστόρησις) [ιστορώ] 1. αφήγηση ή περιγραφή γεγονότων, εξιστόρηση 2. διακόσμηση με ζωγραφικές παραστάσεις από τη βιβλική και εκκλησιαστική παράδοση μσν. μορφή, όψη … Dictionary of Greek